- ταλασιουργῷ
- ταλασιουργόςwool-spinnermasc/fem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταλασιουργώ — έω, ΜΑ [ταλασιουργός] κατεργάζομαι το μαλλί, τό ετοιμάζω για ύφανση («οἷα γυναικὶ πρέποντά ἐστιν εἰπεῑν ταλασιουργῷ περὶ ἐρίων ἐργασίας;», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
συνταλασιουργώ — έω, Α (ποιητ. τ.) επεξεργάζομαι μαλλί μαζί με άλλον, ταλασιουργῶ* μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ταλασιουργῶ «επεξεργάζομαι τα έρια, γνέθω και ξαίνω το μαλλί»] … Dictionary of Greek